- υποβλεννογόνιος
- -α, -ο, και παλ. τ. υποβλεννογόνος, -ο, Ν1. ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από βλεννογόνο2. φρ. «υποβλεννογόνιος χιτώνας» — χιτώνας από χαλαρό συνδετικό ιστό με αγγεία και νεύρα, κάτω από τον βλεννογόνο τού στομάχου και τού εντέρου, αλλ. υποβλεννογόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βλεννογόν-ος + επίθημα -ιος. Η λ. υποβλεννογόνος μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.